- πασίολος
- ὁ, Α(δ. προφ.) φασίολος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. passiolus, υποκορ. τού phasēlus (< φάσηλος* «φασόλι»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάσωλος — ὁ, Α φασίολος, η φασολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. phaseolus / faseolus, υποκορ. τού phasēlus (< φάσηλος* «φασόλι»), πρβλ. πασίολος] … Dictionary of Greek